Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τ' αστεία κατά

  • 1 μέρος

    τό
    1) часть (целого);

    μέγα μέρος — большая часть;

    τό μεγαλύτερο (μικρότερο) μέρος — большая (меньшая) часть;

    συστατικό μέρος — составная часть;

    τό μέρος τού κτιρίου — часть здания;

    τα μέρη τού σώματος (της μηχανής) — части тела (машины);

    τα μέρη της μουσικής συμφωνίας — чисти симфонии;

    ένα μέρος τού κοινού — часть публики;

    του χάρισα ένα μέρος από τα χρέη του — я ему простил часть долгов;

    σε τρία μέρη — а) в трёх частях; — б) на три части;

    παίρνω ( — или λαμβάνω) μέρος σε ( — или είς) κάτι — принимать участие в чём-л., участвовать в чём-л.;

    2) сторона (в разн. знач);

    στο αριστερό μέρος — налево, слева, на левой стороне;

    στο απέναντι μέρος τού πόταμου — на противоположной стороне реки;

    από το ένα (άλλο) μέρος — с одной (с другой) стороны;

    παίρνω το μέρ κάποιου — становиться на чью-л. сторону;

    είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне;

    3) край, местность; сторона (разг);

    [είμαστε από το ίδιο μέρος — мы из одной местности;

    στο μέρος μας έχουμε πυρετούς — в наших краях имеется малярия;

    σ' εκείνα τα μέρη δεν χιονίζει ποτέ — в тех краях никогда не бывает снега;

    ωραίο μέρος γιά να χτίσει κανείς — чудесное место для постройки;

    4) отхожее место, уборная;
    5) театр, роль; партия (в опере);

    αυτό το μέρος είναι πολύ δύσκολο — эта роль, партия очень трудна;

    6):

    τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;

    § τα (Υψηλά) Συμβαλλόμενα Μέρη (Высокие) договаривающиеся стороны;

    τί μέρος τού λόγου είναι; — что за человек, что он из себя представляет?;

    εν μέρει — отчасти, частично;

    κατά μέρος ( — оставить) в стороне;

    (отбросить) в сторону;

    τ' αστεία κατά μέρ! — шутки в сторону;

    άφησε τούς δισταγμούς κατά μέρος — перестань стесняться, брось стесняться;

    αφήνω κατά μέρος — забросить, оставить;

    ! βάζω κατά μέρος — откладывать, приберегать (деньги);

    τον πήρα κατά μέρος — я его отвёл в сторону;

    εκ ( — или από) μέρους μου (του, σου κ.λ.π.) — а) от меня (тебя, него и т. д.); — от моего (твоего, его) имени;

    έχετε χαιρετισμούς εκ μέρους της — вам привет от неё;

    προσωπικά από ( — или εκ) μέρους μου — от меня (лично); — б) с моей (с твоей, с его) стороны;

    είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου — это очень мило с твоей стороны;

    επί μέρους — частично;

    οι (αί, τα) επί μέρους... — частные, особые, отдельные (вопросы, элементы и т. д.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέρος

  • 2 αφήνω

    (αόρ. άφηκα, αφήκα и άφησα, παθ. αόρ. αφέθηκα) μετ.
    1) выпускать, отпускать;

    αφήνω να πέσει κάτι — выпускать из рук, ронять;

    2) выпускать, отпускать, освобождать;

    αφήνω ελεύθερο — или αφήνω να βγεί — выпускать на свободу, освобождать;

    αφήνω κάποιον ελεύθερο — освобождать кого-л. (из тюрьмы и т. п.);

    άφησε τον καημό του να ξεσπάσει он дал выход своему горю;
    μην τον αφήσεις (να φύγει) не отпускай его, не разрешай ему уйти; 3) ставить, класть;

    αφήνω κάτω κάτι

    ставить на землю что-л.;

    αφήνω κάτι κάπου — класть что-л, на место;

    4) выпускать, упускать;

    αφήνω να μού ξεφύγει ( — или διαφύγει) κάτι — упустить что-л, из виду;

    μην αφήσεις την ευκαιρία не упускай случая;
    5) выпускать, испускать;

    αφήνω μιά φωνή — вскрикнуть;

    6) перен. пускать, позволять, разрешать;
    άφησε με να περάσω позволь мне пройти; 7) оставлять, покидать; расставаться (с кем-чем-л.); бросать (человека, дело и т. п.);

    αφήν τό πόστο μου — оставлять свой пост;

    άφησε το παιδί του στην κούνια δυό χρονών он расстался со своим ребёнком, когда тому было два года;

    αφήνω στην τύχη — или αφήνω ερμαιο της τύχης — бросить на произвол судьбы;

    αφήνω την γυναίκα μου — бросать жену;

    αφήν στο δρόμο — оставлять беззащитными, беспомощными;

    τό άφησε στη μέση он не довёл это до конца;

    αφήνω τό ζήτημα άλυτο — оставить вопрос нерешённым;

    τα χαράματα αφήσαμε το χωριό на рассвете мы покинули деревню;
    8) оставлять (кому-л. что-л.); τα 'φάγε όλα, τίποτε δεν άφησε а) он всё съел, ничего не оставил; б) он промотал, протратил всё без остатка;

    αφήνω σ'άνάμνηση — оставлять на память;

    9) оставлять, завещать;
    άφησε στα παιδιά του πολλά χρήματα он оставил своим детям много денег; 10) оставлять, доверять, поручать;

    αφήνω κάποιον στο πόδι μου — назначить кого-л. своим заместителем, оставить кого-л. своим заместителем, оставить кого-л. вместо себя;

    μου άφησε το παιδί του он мне оставил своего ребёнка;
    11) уступать в цене; продавать со скидкой; 12) оставить в стороне, обойти; δεξιά αφήσαμε το ποτάμι река осталась с правой стороны; 13) приносить, давать доход;

    τό μαγαζί δεν αφήνει τίποτε — магазин не приносит дохода;

    14) дать срок, время; отсрочить, отложить;
    άφησε με να σκεφθώ дай мне подумать; άφησε το γράψιμο γι' αργότερα отложи письмо на более позднее время; 15) бросать, переставать; отказываться (от чего-л.);

    αφήν τό πιοτό (τον καπνό) — бросать пить (курить);

    δεν τ' άφησ' ακόμα τα δικά του он ещё не отказался от своих привычек;
    αφήστε τ' αστεία бросьте шутить; шутки в сторону; 16) (в формулах прощания):

    σ' αφήν την καλή νυχτιά — уходя, желаю тебе доброй ночи;

    αφήνω γεια — я прощаюсь, до свидания;

    αφήνω γεια της φτώχειας — распрощаться с бедностью;

    § αφήνω τα γένεια μου — отпускать бороду;

    αφήνω πού... — не говоря о том, что...;

    αφήνω κάποιον στον τόπο — убить, уложить кого-л. на месте;

    αφήνω κατά μέρος ( — или στη μπάντα) — а) оставить в стороне; — б) отложить;

    αφήνω χρήματα στη μπάντα — откладывать, копить деньги;

    αφήνω στην ίδια τάξη — оставить на второй Год;

    αφήνω πίσω — оставить позади;

    αφήνω την εντύπωση — оставить впечатление;

    μ' αφήνει γεια το παντελόνι — брюки уже износились;

    ο πάππους μας άφησε χρόνους (или γεια) дедушка приказал долго жить;

    οπως διαβάζει αφήνει τα μισά — читая, он половину пропускает;

    αφησέ τό! оставь!, брось!;
    αφήστε τα! оставьте!, бросьте!; άφησε με ήσυχο или άφησε με, σε παρακαλώ оставь меня в покое; ας τ' αφήσουμε αυτά оставим это;

    δεν τον αφήνεις! — оставь его, не трогай его;

    αφήνομαι

    1) — доверяться (кому-л.), полагаться (на кого-л.);

    αφήνομαι σε σας — или αφήνομαι επάνω σας — я на вас полагаюсь;

    δεν πρέπει ν' αφήνεται κανείς στη λύπη — не нужно поддаваться горю;

    αφήνομαι στην απόφαση σας — я заранее согласен с вашим решением, поступайте по своему усмотрению;

    2) демобилизоваться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αφήνω

См. также в других словарях:

  • Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κλόουν — (clown). Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο για να χαρακτηρίσει έναν τύπο καλλιτέχνη, κωμικό και ακροβάτη, που εμφανίζεται στο τσίρκο ή, σπανιότερα, στα θέατρα με ποικίλο πρόγραμμα και στα μιούζικ χολ. Ο κ., στον οποίο λανθασμένα… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»